- αποζεύω
- (Μ ἀποζεύωΑ ἀποζεύγνυμι κ. -γνύω)ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγόαρχ.1. διαχωρίζω2. (-μαι)αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» — σταμάτησα να περπατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποζεύγνυμι — βλ. αποζεύω … Dictionary of Greek